- ορκωτός
- assermenté
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ὁρκωτός — bound by oath masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορκωτός — ή, ό (Α ὁρκωτός, ή, όν) [ορκώ] 1. αυτός που έχει δεσμευθεί με όρκο, που έχει ορκιστεί, ο ένορκος 2. αυτός που έχει γίνει με όρκο νεοελλ. φρ. α) «ορκωτό δικαστήριο» δικαστήριο από λαϊκούς δικαστές οι οποίοι ορκίζονται προτού αναλάβουν τα καθήκοντά … Dictionary of Greek
ορκωτός — ή, ό ο ένορκος που δεσμεύεται με όρκο για τη σωστή εκτέλεση έργου· «Ορκωτό δικαστήριο», δικαστήριο με λαϊκούς δικαστές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁρκωτούς — ὁρκωτός bound by oath masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοτός — ὀμοτός, ή, όν (Α) ορκωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ομο τού ὄμνυμι* + επίθημα τός, τή, τόν (πρβλ. μνησ τός)] … Dictionary of Greek
ορκωτικός — ή, ό [ορκωτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορκωτό … Dictionary of Greek
ὁρκωταί — ὁρκωτής the officer who administers the oath masc nom/voc pl ὁρκωτός bound by oath fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκωτοῦ — ὁρκωτής the officer who administers the oath masc gen sg ὁρκωτός bound by oath masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκωτάς — ὁρκωτά̱ς , ὁρκωτής the officer who administers the oath masc acc pl ὁρκωτά̱ς , ὁρκωτής the officer who administers the oath masc nom sg (epic doric aeolic) ὁρκωτά̱ς , ὁρκωτός bound by oath fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)